ΣΕΜΙΡΑΜΙΣ
«Καθόμασταν σ’ ένα γωνιακό τραπέζι του ρεστοράν στο χείλος της παραλίας. Η θαλασσινή αύρα είχε επιδεινωθεί. Ο αέρας, ερχόμενος από τον Ειρηνικό ωκεανό, έσβηνε τη φλόγα που αν και προστατευμένη μέσα στο γυάλινο κηροπήγιο, υπέκυπτε συνεχώς στην παιχνιδιάρικη διάθεσή του. Η ζοφερή όμως νύχτα φωτιζόταν από ένα ολοστρόγγυλο φεγγάρι, που πρόβαλε πέρα μακριά από τις βόρειες ακτές της Αυστραλίας. Ένοιωθα μουδιασμένη από αληθινή ευτυχία. Ήταν μια φευγαλέα ευτυχία που, όταν η σελήνη θα ολοκλήρωνε την τροχιά της, θα με απαρνιόταν. Ο Ρούντολφ θα έφευγε μακριά, θα επέστρεφε στην Ευρώπη…»
«Κατεβήκαμε τα μαρμάρινα σκαλοπάτια της βεράντας και καθίσαμε κοντά στο νερό. Ήταν το αγαπημένο μου μέρος. Οι απόκρημνες βουνοπλαγιές καθρεπτίζονταν στη γαληνεμένη λίμνη, που είχε αποκτήσει την απόχρωση του σμαραγδιού από την αρμονία των χρωμάτων της βαθυπράσινης φύσης και του γαλάζιου ουρανού. Ένα βαπορέτο με την αυστριακή σημαία ν’ ανεμίζει στην πρύμνη, έκανε τον γύρο της λίμνης σταθμεύοντας σε κάθε χωριουδάκι…»
«Τουλίπες, κρίνοι και ιβίσκοι ήταν φυτεμένοι και βαθιά μέσα από τα φυλλώματα μιας φουντωτής ελιάς, διέκρινα το λευκό πανί ενός ιστιοφόρου, που έμπαινε στον κολπίσκο του Πορτοφίνο. Δύο απόκρημνοι λόφοι τον προφύλαγαν, πνιγμένοι στα πεύκα και στα κυπαρίσσια, όπου τα κύματα έσκαγαν πάνω στα βράχια σχηματίζοντας μια άσπρη δαντελωτή γραμμή….»
«Ένα περιπετειώδες κοσμοπολίτικο μυθιστόρημα, που απ’ την πρώτη στιγμή συναρπάζει τον αναγνώστη»